- μετοίχομαι
- μετοίχομαι (Α)1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω4. διέρχομαι, περνώ5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + οἴχομαι «φεύγω, αναχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.